Όταν Μεγάλοι Συνθέτες “συναντούν” γνωστά Παραμύθια και Ιστορίες
1. Ο μαθητευόμενος μάγος (Πωλ Ντυκά, 1865-1935)
Ένας γέρο – μάγος που ζούσε με τον βοηθό του, μπορούσε με μαγικά λόγια να μεταμορφώνει οποιοδήποτε ραβδί σε άνθρωπο. Από κείνη τη στιγμή ο άνθρωπος-ραβδί, έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού.
Πολλές φορές δοκίμασε ο μαθητευόμενος μάγος, ο βοηθός του γέρο-μάγου, να πει τα σωστά μαγικά λόγια κι έτσι το σκουπόξυλο να γίνει άνθρωπος και να τον βοηθήσει στις δουλειές. Μάταια.
Μια μέρα όμως , την ώρα που ο γέρο-μάγος έλειπε, θυμήθηκε τα μαγικά λόγια, τα είπε και τότε έγινε το θαύμα! Το σκουπόξυλο μεταμορφώθηκε και πήρε ανθρώπινη μορφή.
Και τότε ο μαθητευόμενος μάγος έδωσε την πρώτη εντολή: “Πάρε κουβάδες και φέρε νερό”.
Όλο το δωμάτιο σε λίγο γέμισε νερό! Ο μαθητευόμενος μάγος άρχισε να ανησυχεί. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τις μαγικές λέξεις για να ακυρώσει τη διαταγή.
Τα πράγματα γίνονταν επικίνδυνα. Το σκοπόξυλο, που με τα μαγικά λόγια έγινε κάτι σαν άνθρωπος, δεν έλεγε να σταματήσει να κουβαλάει νερό.
Ο μαθητευόμενος μάγος ήθελε να το σταματήσει. Γι’ αυτό με ένα σκεπάρνι το έσπασε σε μικρά-μικρά κομμάτια. Και τότε οι “νεροκουβαλητές” έγιναν πολλοί. Κάθε μικρό κομμάτι της σκούπας και “νεροκουβαλητής”.
Ο δύστυχος μαθητευόμενος μάγος ίσα-ίσα που κατάφερνε να κρατά το κεφάλι του πάνω από το νερό για να μην πνιγεί.
Μα να που ο γέρο – μάγος επιστρέφει. Ο μαθητευόμενος μάγος σώζεται, καθώς ο γέρο- μάγος λέει τις σωστές λέξεις και το χιλιοκομματιασμένο σκουπόξυλο γίνεται πάλι μια σκούπα. Οι “νεροκουβαλητές” σταματούν να κουβαλούν νερό και να το ρίχνουν στο σπίτι.
Ευτυχώς για τον μαθητευόμενο μάγο, η κωμωδία τελειώνει. Ο γέρο -μάγος τον δυγχωρεί και τον κρατά κοντά του…
2. Όνειρο θερινής νύχτας (Φέλιξ Μέντελσον, 1809 – 1847)
Μια ζεστή νύχτα του καλοκαιριού συναντήθηκαν τυχαία στο δάσος και αποκοιμήθηκαν, η βασίλισσα των νεράιδων Τιτάνια με την ακολουθία της, δύο ερωτευμένα ζευγάρια που όσο ήταν ξύπνια τακώνονταν, και τα μέλη ενός ερασιτεχνικού θιάσου από την Αθήνα, που έκαναν δοκιμές για ένα έργο το οποίο θα παρουσίαζαν την ημέρα των γάμων του δούκα Θησέα με τη βασίλισσα των Αμαζόνων Ιππολύτη.
Ο ‘Ομπερον, ο βασιλιάς των υπερφυσικών όντων, καιρό τώρα ήταν θυμωμένος με την Τιτάνια, καθώς αυτή του είχε μιλήσει άσχημα. Γι’ αυτό ήθελε να την εκδικηθεί.
Από την άλλη , ήθελε να βοηθήσει τα δύο ζευγάρια που αγαπιόντουσαν. Γι’ αυτό έστειλε τον ακόλουθο του , τον Πουκ, να τους ρίξει ένα μαγικό υγρό από βότανα.
Ο Πουκ όμως κάνει λάθος και δεν ρίχνει το μαγικό υγρό στα βλέφαρα των ερωτευμένων, αλλά σε άλλους. Έτσι που να υποχρεωθούν να αγαπήσουν το πρώτο πλάσμα που θα δουν όταν ξυπνήσουν.
Και τι κάνει ακόμα ο Πουκ; Από τους ηθοποιούς μεταμορφώνει τον ηλίθιο Μπότομ, χαρίζοντας του κεφάλι γαϊδάρου!
Ο κακομοίρης ο Μπότομ, που έχει πια κεφάλι γαϊδάρου μα δεν το ξέρει, αποκοιμιέται.
Η ωραία πριγκίπισσα Τιτάνια, καθώς ξυπνα, τον αντικρίζει αμέσως. Είναι αυτός, ο Μπότομ, που θα ερωτευτεί η Τιτάνια!
Η Τιτάνια είναι “υποχρεωμένη” να αγαπήσει τον Μπότομ και έτσι να τιμωρηθεί από τον Όμπερον, τον βασιλιά των υπερφυσικών όντων.
3. Το καρναβάλι των ζώων (Καμίλ Σεν – Σανς, 1835 – 1921)
Το έργο αυτό μπορούμε να πούμε πως είναι μια “ζωολογική φαντασία”. Αποτελείται από 14 μικρά μουσικά κομμάτια. Εδώ ο συνθέτης βάζει τα όργανα της ορχήστρας να μιμούνται άλλοτε τις φωνές των ζώων και άλλοτε τις κινήσεις τους.
Το “καρναβάλι των ζώων” έχει γραφτεί για 2 πιάνα, 2 βιολιά, 1 βιόλα, 1 βιολοντσέλο, 1 κοντραμπάσο, 1 φλάουτο,1 κλαρινέτο, 1 μεταλλόφωνο και 1 ξυλόφωνο. Σε κάθε μέρος από τα 14 του έργου, ο Σεν – Σανς χρησιμοποιεί διαφορετικούς συνδυασμούς οργάνων. Τα μέρη του έργου είναι:
1. “Βασιλικό εμβατήριο των λιονταριών”
Εδώ τα δύο πιάνα μιμούνται το περήφανο βάδισμα, αλλά και τον βρυχηθμό των λιονταριών.
2. “κότες και κοκόρια”
Στο σημείο αυτό τα έγχορδα μιμούνται τα κακαρίσματα των “κατοίκων” του κοτετσιού.
3. “Γαϊδουράκια”
Δύο πιάνα μιμούνται το “τρέξιμ﨔 των γαϊδάρων μέσα από γρήγορη και ζωντανή μουσική.
4. “Χελώνες”
Συμμετέχουν ένα πιάνο και τα έγχορδα. Η μελωδία που χρησιμοποιεί εδώ ο συνθέτης είναι σε αργό ρυθμό και στην πραγματικότητα κλείνει μέσα της τον χορό καν-καν.
5. “Ελέφαντες”
Αυτά τα μεγάλα ζώα ο Σεν-Σανς τα παρουσιάζει μέσα από τα ηχοχρώματα του κοντραμπάσου και του πιάνου. Τα βάζει μάλιστα να χορεύουν βαλς και να βαδίζουν αργά.
6. “Καγκουρό”
Στο μέρος αυτό παίζουν δύο πιάνα, άλλοτε αργά και άλλοτε γρήγορα. Τα πιάνα θέλουν να μιμηθούν τα πηδήματα των καγκουρό, αλλά και τα μεγάλα άλματα τους.
7. “Ενυδρείο”
Το “γλίστρημα” των ψαριών μέσα στο ενυδρείο περιγράφουν όργανα όπως: πιάνα, βιολιά, βιόλες, βιολοντσέλα, κοντραμπάσο, φλάουτα, μεταλλόφωνο.
8. “Προσωπικότητες με μεγάλα αυτιά”
Δύο βιολία μιμούνται πιστότατα το γκάρισμα του γαϊδάρου.
9. “Ο κούκος στο βάθος του δάσους”
Χρησιμοποιώντας δύο πιάνα ο συνθέτης μάς ταξιδεύει στι δάσος. Το κλαρινέτο αναλαμβάνει το κελάηδισμα ενόε κούκου.
10. “Μεγάλο κλουβί” ή “Πτηνοτροφείο”
Τώρα τα δύο πιάνα και τα έγχορδα μιμούνται πουλιά που “τραγουδούν”. Τα τιτιβίσματα τους τα αποδίδει το φλάουτο.
11. “Πιανίστες”
στο σημείο αυτό ο συνθέτης διακωμωδεί εκείνους τους μαθητές πιάνου που “τρέχουν” τις νότες όταν παίζουν.
12. “Απολιθώματα”
Πρόκειται για μουσικό αστείο. Το αστείο αυτό αποδίδουν δύο πιάνα, ξυλόφωνο, κλαρινέτο και έγχορδα.
13. “Κύκνος”
Για τον Σεν-Σανς τα δύο πιάνα μιμούνται τα νερά της λίμνης. Το κοντραμπάσο μιμείται τις ήρεμες κινήσεις του κύκνου.
14. “Μεγάλο φινάλε”
Είναι το τέλος του έργου. Μπροστά μας έχουμε καρναβαλιστές που κάνουν παρέλαση. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από ζώα, τους πρωταγωνιστές από το συγκεκριμένο έργο, στο “καρναβάλι των ζώων”.
4. Ο μαγικός αυλός (Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, 1756 – 1791)
Οι στίχοι και το νόημα αυτού του έργου από μόνα τους δεν θα είχαν καμιά αξία. Η μουσική όμως του Μότσαρτ έκανε πασίγνωστο ένα έργο που πιθανότατα κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα είχε απόκτήσει τέτοια φήμη. Ας δούμε λοιπόν την υπόθεση του Μαγικού Αυλού.
Βρισκόμαστε στην αρχαία Αίγυπτο. Ένα τεράστιο φίδι κυνηγά τον πρίγκιπα Ταμίνο. Αυτός δεν έχει βέλη για να το σκοτώσει. Φωνάζει βοήθεια και μετά λιποθυμά. Ευτυχώς , τρεις μαυροντυμένες κυρίες, οι ακόλουθες της Βασίλισσας της Νύχτας, εμφανίζονται και σκοτώνουν το φίδι.
Η ομορφιά του Ταμίνο τις εντυπωσιάζει. Όταν ξυπνά ο Ταμίνο βλέπει μπροστά του τον Παπαγκένο που είναι κυνηγός πουλιών και ακούει να του λέει πως αυτός σκότωσε το φίδι.
Η ομορφιά του Ταμίνο τις εντυπωσιάζει. Όταν ξυπνά Ο Ταμίνο βλέπει μπροστά του τον Παπαγκένο, που είναι κυνηγός πουλιών και τον ακούει να του λέει πως αυτός σκότωσε το φίδι.
Όμως οι τρεις κυρίες βγάζουν ψεύτη τον Παπαγκένο και τον τιμωρούν βάζοντας ένα λουκέτο , προσωρινά, στα χείλη του.
Αυτές μιλούν στον Ταμίνο για την ωραία κόρη της Βασίλισσας της Νύχτας, την Παμίνα, που βρίσκεται φυλακισμένη από τον ιερέα της Ίσιδας, τον Σαράστρο.
Ξαφνικά παρουσιάζεται η βασίλισσα της Νύχτας, που ζητά από τον πρίγκιπα να ελευθερώσει την κόρη της. Η αλήθεια είναι πως η Παμίνα δεν είναι φυλακισμένη, αλλά προστατευόμενη από τις μαγείες της μητέρας της
Καθώς η βασίλισσα φεύγει, οι τρεις ακόλουθες της, δίνουν στον Ταμίνο έναν μαγεμένο αυλό και στον Παπαγκένο καμπανάκια. “Αν βρεθείτε σε κίνδυνο, χρησιμοποιείστε τα”, τους λένε.
Ο Ταμίνο λοιπόν με τον μαγικό αυλό και ο Παπαγκένο με τα καμπανάκια ξεκινούν να σώσουν την Παμίνα.
Τότε, ο νέγρος υπηρέτης του Σαράστρο, ο Μονόστατος, και οι ακόλουθοι του εμφανίζονται για να συλλάβουν τους δύο φίλους. Μαγεύονται όμως από τα μαγικά καμπανάκια του Παπαγκένο και λίγο αργότερα φεύγουν.
Ταμίνο και Παπαγκένο, με τη βοήθεια που τους δίνουν ο μαγικός αυλός και τα καμπανάκια, βγαίνουν νικητές από μια σειρά δοκιμασίες.
Ο Σαράστρο συμπαθεί τον Ταμίνο και συμφωνεί να του δώσει για γυναίκα του την Παμίνα, υπό τον όρο όμως να γίνει οπαδός της θρησκείας του.
Ο Ταμίνο, παρ’ όλες τις δυσκολίες που περνά και πάντα με την υποστήριξη του Παπαγκένο, δεν αλλάζει τα “πιστεύω” του, που έχουν να κάνουν με την αγάπη προς τους ανθρώπους.
Στο τέλος ο Σαράστρο ενώνει τον πρίγκιπα και την Παμίνα, ενώ ο Παπαγκένο είναι και αυτός ευτυχισμένος στο πλάι της καλής του Παπαγκένα.
5. Στρατιωτικό εμβατήριο (Φρανς Σούμπερτ, 1797-1828)
Ο Σούμπερτ μ ‘ αυτό το έργο θέλει να μας περιγράψει την Αυτοκρατορική Φρουρά την ώρα που περνά πάνω στα άλογα, μέσα από τους δρόμους της Βιέννης.
κ
Και ποια ήταν τα μέλη της Αυτοκρατορικής Φρουράς; Ήταν νέοι πλούσιων οικογενειών που με δικά τους χρήματα πλήρωναν τα χρυσά κορδόνια και τις περικεφαλαίες με τα περίεργα λοφία που φορούσαν. Πλήρωναν ακόμα και υπηρέτες για να τους γυαλίζουν όλα αυτά τα σύνεργα.
Αν ακούσουμε κι εμείς το στρατιωτικό εμβατήριο του Σούμπερτ, ίσως θα θελήσουμε να κάνουμε παρέλαση!
Όμως αυτό το έργο κλείνει μέσα του κι άλλες στιγμές , όπως τις ώρες του θριάμβου ή τις χαρές μιας γιορτής, αλλά και τις φορές εκείνες που οι στρατιώτες βαδίζουν με ηρεμία, ίσως και νοσταλγία.
Σε ορισμένα σημεία η ορχήστρα παίζει πολύ δυνατά, θυμίζοντας μας στρατιωτική μπάντα…
Κι έρχεται η στιγμή που οι στρατιώτες περνούν κάτω από τα μπαλκόνια των κοριτσιών, κι εκείνα τους στέλνουν φιλιά και τους χαιρετούν. Μετά από λίγο η μουσική γίνεται ήρεμη, για να φτάσει ως το λυπημένο ύφος.
‘Ομως η ιστορία που διαλέξαμε έχει χαρούμε τέλος. Κι η αυτό μας το δείχνει όλη η ορχήστρα, καθώς φτάνει σε αποκορύφωμα χαράς και αισιοδοξίας.
6. “Ύμνος στη χαρά” : τελευταίο μέρος από την 9η Συμφωνία (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, 1770-1827)
Το αποκορύφωμα της 9ης Συμφωνίας είναι η “Ωδή στη χαρά”, αλλιώς ο “Ύμνος στη χαρά”, που ακούγεται στο τελευταίο μέρος του έργου.
Το κείμενο είναι παρμένο από ένα ποίημα του Σίλερ και περιγράφει τις στιγμές που οι άνθρωποι αποφασίζουν να πιστέψουν στους εαυτούς τους και να δουν τη ζωή με αισιοδοξία.
Τα μουσικά όργανα και οι νθρώπινες φωνές δίνουν την εντύπωση πως η χαρά έρχεται από τα ουράνια. Η φωνή του βαρύτονου αγωνίζεται να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Να διώξει τη λύπη και να γεμίσει με χαρά τους ήχους. Ο ρυθμός της μουσικής αποκτά πια ύφος εμβατηρίου.
Όταν ο τενόρος παίρνει τον λόγο , είναι λες και η ανθρωπότητα έχει ενωθεί και τίποτα δεν μπορεί να απομακρύνει την καλοσύνη από τη ζωή και τη χαρά από τις ψυχές.
Η μουσική που ακούγεται, να’ ναι ο ίδιος ο Μπετόβεν, που σαν υπεράνθρωπος διασχίζει τους αγρούς και τα δάση παίρνοντας απ’ αυτά την έμπνευση γι’ αυτό το θεϊκό έργο;
Ολόκληρη η ανθρωπότητα πανηγυρίζει. Βρήκε τον δρόμο για την ευτυχία.
Με σίγουρη φωνή καθένας τρέχει προς τη χαρά. Ο θρίαμβος της μουσικής του Μπετόβεν γίνεται αγάπη για τη ζωή.
7. Παιδικές Σκηνές (Ρόμπερτ Σούμαν, 1810-1856)
Το έργο αυτό το έγραψε ο Σούμαν για τα γενέθλια της πρώτης κόρης του. Αποτελείται από 13 μουσικές σκηνές παιγμένες στο πιάνο. Ας τις δούμε μία – μία.
Πρώτη σκηνή: “Ιστορίες του ξένου”
Ένας περαστικός ξένος λέει μια ιστορία απ’ αυτές που έχουν καλό τέλος.
Δεύτερη σκηνή: “Περίεργη ιστορία”
Μια ιστορία τελείως αντίθετη από την προηγούμενη. Τόσο περίεργη που μπορεί να τρομάξει τα παιδιά.
Τρίτη σκηνή: “Κολλέν Μαγιάρ”
Εδώ ο Σούμαν περιγράφει με τα πλήκτρα του πιάνου έναν αγώνα δρόμου στην άκρη των δακτύλων των ποδιών!
Τέταρτη σκηνή: “Το παιδί που ικετεύει”
Είναι οι στιγμές που το παιδί παρακαλεί άλλοτε με χαμόγελο και άλλοτε μ’ ένα δάκρυ.
Πέμπτη σκηνή: “Τέλεια επιτυχία”
Μια ευτυχία που μόνο στις ψυχές των ανθρώπων θα συναντήσεις.
Έκτη σκηνή: “‘Ενα μεγάλο γεγονός”
Ποιο μπορεί να είναι για το κάθε παιδί αυτό το μεγάλο γεγονός; Οι ψυχές τους μπορεί να το νιώσουν όταν ακούσουν αυτό το απόσπασμα.
Έγδομη σκηνή: “Ονειροπόληση”
Είναι οι γλυκές στιγμές λίγο πριν τον ύπνο. Αυτή η σκηνή είναι ίσως η ωραιότερη του έργου.
Όγδοη σκηνή: “Στο παραγώνι κοντά στη φωτιά”
Ένατη σκηνή: “Ιππότης της Ντάντα”
Η μουσική περιγράφει πως ο Ιππότης μαζί με τ’ άλογο του χάνονται μέσα στη νύχτα.
Δέκατη σκηνή: “Κάτι το σοβαρό”
Είναι οι ώρες που το παιδί “φτερουγίζει” αγκαλιά με τα όνειρα του.
Ενδέκατη σκηνή: “Για φοβέρα”
Λες και κάτι απροσδόκητο θέλει να διακόψει την ηρεμία της παιδικής ψυχής.
Δωδέκατη σκηνή: “Παπάκι που κοιμάται”
Είναι ένα υπέροχο νανούρισμα, αφιερωμένο και αυτό από τον συνθέτη στο παιδί που κοιμάται.
Δέκατη τρίτη σκηνή: “Μιλάει ο ποιητής”
Εδώ ο συνθέτης είναι σαν να συνομιλεί με τα παιδιά.
Ο Σούμαν λέει πως στις Παιδικές σηνές περιγράφει με το πιάνο αναμνήσεις για πρόσωπα που μεγάλωσαν.
8. Γουλιέλμος Τέλλος (Τζοακίνο Ροσίνι, 1792- 1868)
Σ’ ένα χωριό της Ελβετίας, κοντά σε μια λίμνη, οι ψαράδες τραγουδούν. Ο Γουλιέλμος Τέλλος, ένας πολύ καλός τοξότης και φλογερός πατριώτης, δεν αντέχει τη σκλαβιά από τους Αυστριακούς ούτε τη σκληρότητα του διοικητή Γκέσλερ.
Όμως όλα είναι έτοιμα για να παντρευτεί ο γιος του Γουλιέλμου Τέλλου, ο Άρνολντ, την Ματίλντι. Ο Τέλλος λέει στο γιο του πως δεν είναι ώρα για γάμο αλλά για πόλεμο! Ο ίδιος μιλά στο λαό για ελευθερία και τους πείθει να αγωνιστούν.
Είναι η στιγμή που ο σκληρός Γκέσλερ οργανώνει αγώνες για να θυμίσει και να τιμήσει τα 100 χρόνια κατοχής της Ελβετίας από τους Αυστριακούς. Ο Τέλλος αρνείται να προσκυνήσει τα λάβαρα των κατακτητών.
Και τότε πως λέτε σκέφτεται ο Γκέσλερ να τον τιμωρήσει; Βάζει στο κεφάλι του γιου του Τέλλου ένα μήλο και του ζητά να το σημαδέψει. Ο Τέλλος σημαδεύει το μήλο και το κόβει στη μέση. Καθώς όμως τρέχει να αγκαλιάσει τον γιο του, πέφτει από τη θήκη του ένα δεύτερο βέλος. Ο Τέλλος λέει στον Γκέσλερ ότι μ’ αυτό θα τον σκότωνε αν το πρώτο πετύχεναι το γιο του.
Ο Γκέσλερ ζητά να τον συλλάβουν. Ο Τέλλος καταφέρνει να ξεφύγει και να οργανώσει την επανάσταση στο δάσος.
Λίγο αργότερα ο ίδιος ο Τέλλος σκοτώνει μ’ ένα βέλος τον σκληρό τύραννο Γκέσλερ.
9. Ο καρυοθραύστης (Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, 1840- 1893)
Η υπόθεση στηρίζεται σε ένα έργο του Αλέξανδρου Δουμά, αλλά και στα παραμύθια του Χόφμαν. Η παρουσίαση του στη σκηνή, έτσι όπως τη σκέφτηκε ο Τσαϊκόφσκι, συνδέει την πραγματικότητα με το όνειρο.
Ήταν Χριστούγεννα όταν τα μέλη της οικογένειας Ζίλμπερχαους οργάνωσαν δεξίωση στο σπίτι τους. Φίλοι και συγγενείς της οικογένειας πρόσφεραν διάφορα δώρα στα παιδιά, στην Κλάρα και στον Φριτς Ζίλμπερχαους.
Μέσα σ’ αυτά τα δώρα ήταν και ένας περίεργος καρυοθραύστης , που παρίστανε έναν ανθρωπάκο και τον είχε στείλει ο παππούς από τη Γερμανάι ειδικά για την εγγονή του την Κλάρα.
Ελάτε όμως που ο καρυοθραύστης άρεσε και στον Φριτς. Προσπαθώντας λοιπόν να τον πάρει από την αδελφή του, τον “τραυμάτισε”. Του έσπασε , άθελα του, τα δόντια.
Αφού τελείωσε η δεξίωση , τα παιδιά πήγαν για ύπνο. Που να κοιμηθεί όμως η Κλάρα! Όλη την ώρα σκεφτόταν τον αγαπημένο της καρυοθραύστη.
Ήταν πια μεσάνυχτα όταν σιγά -σιγά έφτασε στο σαλόνι για να τον δει. Και τότε βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη. Τα διάφορα παιχνίδια που τους είχαν φέρι οι συγγενείς και οι φίλοι είχαν ζωντανέψει και με αρχηγό τον καρυοθράυστη πολεμόυσαν εναντίον των ποντικών.
Και κει που ο βασιλιάς των ποντικών θα νικούσε τον Καρυοθραύστη, η γενναία Κλάρα έβγαλε την παντόφλα της και πετώντας την χτύπησε τον ποντικό , αναγκάζοντας τον να εγκαταλείψει τη μάχη και να εξαφανιστεί!
Και το παραμύθι συνεχίζει να “ξετυλίγεται”. Ο καρυοθραύστης μεταμορφώνεται σε ένα όμορφο βασιλόπουλο και μαζί με την Κλάρα πάνε στη “χώρα των γλυκών”. Εκεί συναντούν τη ζαχαρένια νεράιδα. Της διηγούνται τι έχει συμβεί κι αυτή τους οδηγεί σε ένα τραπέζι με σοκολάτες, μακρόστενα γλειφιτζούρια, καφέ, τσάι, διάφορα άλλα γλυκά και λουλούδια.
Μετά χορεύουν όλοι μαζί: τον χορό της ζαχαρένιας νεράιδας, τον ρώσικο χορό τρεπάν, έναν αραβικό χορό, τον κινέζικο χορό, τον χορό των καλαμένιων αυλών, το βαλς των λουλουδιών.
Ο Καρυοθραύστης δεν είναι τίποτε άλλα από μια σουίτα μπαλέτου . Δηλαδή μια μουσική σύνθεση που αποτελείται από διαφορετικούς χορούς.
10. Ο Πέτρος και ο λύκος (Σεργκέι Προκόφιεφ, 1891-1953)
Σ΄αυτό το παραμύθι το φλάουτο αντιπροσωπεύει το πουλάκι, το όμποε την πάπια, το κλαρινέτο τη γάτα, το φαγκότο τον παππού, τα τρία κόρνα τον λύκο, τα έγχορδα (βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο,κοντραμπάσο) τον Πέτρο, ξύλινα πνευστά τυοε κυνηγούς , ενώ τύμπανα και γκρανκάσα βροντούν σαν τις τουφεκιές των κυνηγών..
Και να η πλοκή του παραμυθιού: Η άνοιξη έχει μπει για τα καλά. Στον Πέτρο άρεσε πάντα να περπατά στο λιβάδι. Έτσι κάνει και σήμερα. Ο πρώτος φίλος που συναντά είναι ένα πουλάκι.
“Άκου Πέτρο, τι ήσυχα που είναι εδώ”, του λέει τιτιβίζοντας αυτό.
Μα να η πάπια που τους πλησιάζει. Βρήκε την ευκαιρία και το έσκασε από το σπίτι, αφού ο Πέτρος άφησε ανοιχτή την πόρτα. Ευκαιρία να κολυμπήσει στη λίμνη, εκεί κοντά στο λιβάδι.
Το πουλάκι τότε πλησιάζει την πάπια και της λέει πειραχτικά: “Για δες ένα πουλάκι που δεν μπορεί να πετάξει”.
Βουτώντας η πάπια στο νερό του απαντά: “Αν μπορείς , κολύμπησε κι εσύ”.
Κι ενώ τα δυο τoυς συνεχίζουν να συζητούν, ο Πέτρος βλέπει μια γάτα να πλησιάζει σιγά-σιγά. Η γάτα είναι έτοιμη να αρπάξει το πουλάκι, που ανέμελο κουβεντιάζει με την πάπια.
“Πρόσεξε”, φωνάζει ο Πέτρος. Ευτυχώς το πουλάκι άκουσε κι αμέσως πέταξε. Να το τώρα ψηλά στα κλαδιά ενός δέντρου.
Η πάπια νευριασμένη βάζει τις φωνές στην άταχτη γάτα. Μα αυτή όλο και γυρίζει γύρω από το δέντρο κι όλο σκέφτεται αν αξίζει να μπει στον κόπο να ανέβει στο δέντρο για να πιάσει ένα πουλάκι.
Και τότε να ο παππούς του Πέτρου που έρχεται θυμωμένος. Γιατί; Φυσικά επειδή είχε ζητήσει από τον εγγονό του να μη βγει από το σπίτι , μια και εκεί τριγύρω υπάρχουν λύκοι. Τον παίρνει λοιπόν από το χέρι, τον οδηγεί μέσα στο σπίτι και κλειδώνει την πόρτα,
Είχε δίκιο ο παππούς. Δεν περνούν δύο λεπτά και να που κάνει την εμφάνιση του ένας γκρίζος λύκος. Σαν αστραπή η γάτα ανεβαίνει στο δέντρο , εκεί κοντά στο πουλάκι. Ο φόβος όμως τώρα τους ενώνει.
Η πάπια τρομαγμένη πηδά από τη λίμνη και τρέχει να σωθεί. Όμως ο λύκος την αρπάζει και την κάνει μια μπουκιά.
Ο λύκος τώρα γυρνά γύρω από το δέντρο. Θέλει να αρπάξει τη γάτα και το πουλάκι. Ο Πέτρος πίσω από την πόρτα παρακολουθεί χωρίς να φοβάται. Με τη βοήθεια ενός σχοινιού ανεβαίνει κι αυτός στο δέντρο και λέει στο πουλάκι: “Πέταξε πάνω από τον λύκο για να του τραβήξεις την προσοχή”.
Το πουλάκι με τέχνη πετά κοντά στον λύκο. Αυτός ανίκανος να το πιάσει, όλο και νευριάζει.
Ο Πέτρος έχει πια όλο τον χρόνο. Κάνει το σχοινί του λάσο, το πετά και πιάνει τον λύκο από την ουρά. Αυτός προσπαθεί να ξεφύγει, μα ο Πέτρος προλαβαίνει να δέσει την άλλη άκρη του σχοινιού στο δέντρο.
Να και οι κυνηγοί. Ψάχνουν τον λύκο, που λίγο πριν τον είχαν δει μέσα στο δάσος. “Ε! σταματήστε. Μην πυροβολείτε!” τους φωνάζει ο Πέτρος. “Εγώ και το πουλάκι πιάσαμε τον λύκο. Βοηθήστε μας λοιπόν να τον βάλουμε στο κλουβί”.
Μέσα σε λίγο χρόνο ετοιμάστηκαν όλα. Και να η παρέλαση ξεκινά. Μπροστά ο Πέτρος, πίσω οι κυνηγοί με τον λύκο. Στο τέλος η γάτα και ο παππούς, που γκρινιάζει επειδή δεν τον άκουσε ο Πέτρος και κινδύνεψε.
Το πουλάκι πετά πάνω απ’ όλους και καυχιέται για τη γενναιότητα του. Ως και η παπια κράζει μέσα στην κοιλιά του λύκου, γιατί πάνω στη βιασύνη του την κατάπιε ζωντανή!