Η ευγνωμοσύνη είναι θείο δώρο
«Ευλογημένος όποιος δεν περιμένει ευγνωμοσύνη.
Γιατί δε θα απογοητευθεί».
William Bennett
Όσοι ασχολούνται με την Τέχνη της Μουσικής είναι όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Με αδυναμίες και προτερήματα. Με «ρεπερτόριο» θετικών και αρνητικών συναισθημάτων. Με καλές και κακές στιγμές. Η ενασχόληση με τους μουσικούς ήχους – από μόνη της – δεν αρκεί για να κάνει κάποιον πιο ανθρώπινο πιο «καλό άνθρωπο».
Είναι μύθος λοιπόν το ότι «η μουσική εξευγενίζει τους ανθρώπους». Η καλλιέργεια και η πνευματικότητα του ατόμου είναι σημαντική υπόθεση και έχει να κάνει με την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Δεν είναι οι «καλές» μουσικές σπουδές ή η άριστη ενασχόληση με τη μουσική που εξανθρωπίζουν». Είναι η γενικότερη στάση ζωής , και η θέληση να δει κανείς τον εαυτό του και τους άλλους μέσα από τη διάσταση της ανθρωπιάς.
Ένας σημαντικός δείκτης ανθρωπιάς είναι η ευγνωμοσύνη που δείχνει κανείς προς τους συντρόφους, τους συνεργάτες, τους μαθητές του, αλλά κυρίως προς τους «εμπνευστές» του, προς τους δασκάλους του δηλαδή.
Κανείς δεν «γεννιέται» μέσα σε μια στιγμή καλλιτεχνικά. Κάποιος, κάποιοι τον «μύησαν» , τον στήριξαν, τον ενέπνευσαν.
Ένας καλλιτέχνης που έχει αναπτύξει πολύπλευρα θετική προσωπικότητα, δεν ξεχνά την ευγνωμοσύνη. Δεν έχει την ανάγκη να του υπενθυμίσει κανείς την ηθική, τη γνωστική, τη ψυχολογική «βοήθεια» που ίσως έλαβε κάποτε από άλλους. Θυμάται το κάθε τι θετικό από μόνος του.
Ξέρει καλά πως κανείς δεν είναι τέλειος. Ούτε οι δάσκαλοι του , ούτε φυσικά και ο ίδιος. Οι ατελείς συμπεριφορές είναι ανθρώπινες. Οι προσπάθειες του δασκάλου για να πραγματωθούν μέσα στο χρόνο οι μαθητές του, να γίνουν δηλαδή αυτό που πραγματικά μπορούν να γίνουν, οδήγησαν και τον ίδιο στον «όμορφο δρόμο» της μουσικής. Εκεί που βρίσκεται τώρα και είναι ευτυχισμένος.
Οι ευγνώμονες , είναι συνήθως άτομα με ιδιαίτερο κώδικα αξιών, ενώ παραμένουν αποστασιοποιημένοι από το «σαράκι» του ανταγωνισμού και της ανώφελης σύγκρισης. Έχουν επιλέξει να μη χάνουν το χρόνο τους δίνοντας προσοχή στις προκλητικές συμπεριφορές. Ξέρουν πως έχουν ένα σκοπό και ένα έργο να εκπληρώσουν.
Είναι ευγνώμονες αλλά δεν περιμένουν ευγνωμοσύνη… γι’ αυτό και δεν απογοητεύονται.
Κάνουν πράγματα για τους άλλους επειδή το θέλουν και όχι γιατί προσδοκούν ευγνωμοσύνη, νιώθουν ευτυχισμένοι επειδή μοιράζονται με συνεργάτες, με μαθητές, με κάθε συνάνθρωπο τους που το χρειάζεται, τις δράσεις, τις ιδέες τα σχέδια και τους κοινούς στόχους ενός σημαντικού γι’ αυτούς έργου.
Δεν περιμένουν από τους άλλους να εκτιμούν όλα όσα κάνουν, κι έτσι καταφέρνουν να μένουν μακριά από την πίκρα της απογοήτευσης.
Κάνουν κάθε φορά το καλύτερο που μπορούν, όχι αποζητώντας επαίνους και ευγνωμοσύνη , αλλά επειδή τους ταιριάζει να κάνουν κάτι λιγότερο.
Δουλεύουν όμως με τον εαυτό τους κάθε φορά που διαπιστώνουν πως θυμώνουν όταν αισθάνονται έλλειψη εκτίμησης από τις συμπεριφορές των άλλων. Και προβληματίζονται «μήπως πρέπει να εξετάσουν τα κίνητρα τους που κάνουν τόσα πολλά για τους άλλους».
Η ζωή τους έχει διδάξει πως υπάρχουν αχάριστοι – αγνώμονες άνθρωποι. Παρ’ όλα αυτά όμως συνεχίζουν να παρακινούν τους πλησίον τους επειδή είναι και αυτός ένας τρόπος για να κεντρίσουν τον εαυτό τους.
Γνωρίζουν φυσικά ότι ωφελούνται ως άνθρωποι από τις θετικές συμπεριφορές συνεργατών, συντρόφων, μαθητών τους. Επίσης γνωρίζουν πως ωφελούνται και μαθαίνουν από εκείνους που διάκεινται αρνητικά απέναντι τους. Θεωρούν όμως ότι μαθαίνουν λιγότερα από τους αδιάφορους «συντρόφους».
Τρομάζουν μπροστά στο άδικο της μηχανορραφίας γιατί αυτή δεν αφήνει περιθώρια στην πρόσωπο με πρόσωπο ειλικρινή συζήτηση για τη λύση πιθανών διαφορών. Μια τέτοια συμπεριφορά προέρχεται συνήθως από άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Λίγο πολύ σχεδόν όλοι οι άνθρωποι της μουσικής τέχνης, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος, βιώνουν κάποια στιγμή τον πόνο από τη μηχανορραφία και τη συκοφάντηση. Είναι ένας πόνος, ένα θλιβερό βίωμα που μπορεί όμως – αν το δεις από τη θετική του πλευρά- να σε κάνει πιο ανθρώπινο. Να σε «διδάξει».
Η καρτερικότητα και η εμπιστοσύνη στη «δικαιοσύνη» του χρόνου, είναι προσόντα των πραγματικά άξιων ανθρώπων, εκείνων που έχουν και το προτέρημα του ευγνώμονα.
Τα λόγια του Νίτσε που ακολουθούν μπορεί καθένας να τα διαβάσει και να τα εννοήσει με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο, ανάλογα με τα προσωπικά βιώματα ζωής.
«Μεγάλες ευεργεσίες δε μας κάνουν ευγνώμονες, μα εκδικητικούς…». Είναι τότε που αυτές οι ευεργεσίες αν δεν αναγνωριστούν, πρέπει να ξεχαστούν. Αλλιώς θα γίνουν «σαράκι», πόνος, τύψεις.
Ο δάσκαλος δεν πρέπει να αφήνει υπόνοιες ότι πράττοντας, ευεργετεί τους μαθητές του, τους συνεργάτες του. Αυτός, εμπνέει με γνώσεις, συναισθηματική νοημοσύνη, βιώματα, αξίες επειδή έτσι μεγαλώνει η δική του χαρά, η δική του ευτυχία. Δεν κάνει χάρη σε κανένα. Απεναντίας η «χάρη» του «Παιδαγωγικού Έρωτα» είναι που τον απογειώνει και τον εξανθρωπίζει.
Όπως και να’ χει, η ικανότητα της ευγνωμοσύνης είναι θείο δώρο από όποια ανθρώπινη σκοπιά κι αν το δει κανείς.